- κατάντησα
- [катандиса] р. дошла
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
καταντησάσας — καταντησά̱σᾱς , καταντάω come down to aor part act fem acc pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταντησάσης — καταντησά̱σης , καταντάω come down to aor part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταντήσας — καταντήσᾱς , καταντάω come down to aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταντήσασα — καταντήσᾱσα , καταντάω come down to aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταντήσασαι — καταντήσᾱσαι , καταντάω come down to aor part act fem nom/voc pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταντήσασαν — καταντήσᾱσαν , καταντάω come down to aor part act fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταντήσασι — καταντήσᾱσι , καταντάω come down to aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταντήσασιν — καταντήσᾱσιν , καταντάω come down to aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταντάω — (σπάν. καταντώ, παρατατ. συνήθως σε ούσα), κατάντησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καταντώ — και καταντάω και κατανταίνω κατάντησα, καταντημένος 1. φτάνω σε κάποιο σημείο, καταλήγω κάπου, περιέρχομαι σε άθλια κατάσταση: Από πλούσιος κατάντησε φτωχός. 2. κάνω κάποιον να καταλήξει κάπου, τον φέρνω σε άθλια κατάσταση: Για ιδές πώς με… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)